- αποστερητής
- ἀποστερητής, ο (Α)1. αυτός που αποστερεί από κάποιον κάτι2. κλέφτης, άρπαγας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποστερητής — one who withholds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερηταί — ἀποστερητής one who withholds masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητοῦ — ἀποστερητής one who withholds masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητήν — ἀποστερητής one who withholds masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητῶν — ἀποστερητής one who withholds masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητάς — ἀποστερητά̱ς , ἀποστερητής one who withholds masc acc pl ἀποστερητά̱ς , ἀποστερητής one who withholds masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίριος — οἴριος (Μ) (κατά τον Θεόγνωστο) «ἀποστερητής» … Dictionary of Greek